- ολιγοκάλαμος
- ὀλιγοκάλαμος, -ον (Α)αυτός που έχει λίγους καλάμους, λίγα στελέχη. *[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κάλαμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοκάλαμος — with few reeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοκαλαμώτερος — ὀλιγοκάλαμος with few reeds masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek